- εσπέρην
- ἑσπέρηνἑσπέραevening: fem acc sg (epic ionic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἑσπέρην — ἑσπέρα evening fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατείνω — (Α κατατείνω) 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι πολύ ή προς τα κάτω 2. ρέπω προς κάτι, κατευθύνομαι, αποκλίνω, έχω τάση να φθάσω κάπου, αποβλέπω αρχ. 1. σύρω, έλκω κάτι με δύναμη («κατὰ δ ἡνία τεῑνεν ὁπίσσω», Ομ. Ιλ.) 2. (για εξαρθρωμένα οστά) εκτείνω για … Dictionary of Greek